εὐεξίας

εὐεξίας
εὐεξίᾱς , εὐεξία
good habit of body
fem acc pl
εὐεξίᾱς , εὐεξία
good habit of body
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευφορία — η (ΑΜ εὐφορία) [εύφορος] 1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά 2. το συναίσθημα τής ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία νεοελλ. ιατρ. έντονο αίσθημα… …   Dictionary of Greek

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… …   Dictionary of Greek

  • ημικρανία — Νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατό και επαναλαμβανόμενο πόνο συνήθως στη μια πλευρά του κεφαλιού, που επιδεινώνεται από το φως και συνοδεύεται πολύ συχνά από αίσθημα ναυτίας, εμετό και αίσθημα δυνατών παλμών στο κεφάλι. Οι κρίσεις η. διαρκούν… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • προσεπευωνίζω — Α πουλώ ακόμη πιο φθηνά («ἐκεῑνα [τὰ ἀνδράποδα] πρὸς τὰς τῶν σωμάτων εὐεξίας καὶ εὐμορφίας ἢ τοὐναντίον προσεπευωνίζονται», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπευωνίζω «πουλώ σε χαμηλή τιμή»] …   Dictionary of Greek

  • Ακεσώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ασκληπιού και της Ηπιόνης, θεά της ιατρικής και σύμβολο της ευεξίας, της υγείας και της θεραπείας. Τη λάτρευαν στην Επίδαυρο και στην Αθήνα. Ήταν αδελφή της Υγείας, της Ιασούς, της Πανάκειας και της Αίγλης …   Dictionary of Greek

  • εξάντληση, νευρική — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο αίσθημα καταβολής των δυνάμεων και ευερεθιστότητα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ενοχλήσεων είναι ότι απουσιάζουν οι οργανικές αλλοιώσεις ή είναι πολύ ελαφρές για να δικαιολογήσουν τα δυσάρεστα… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… …   Dictionary of Greek

  • ευφορία — η 1. πλούσια παραγωγή, άφθονη καρποφορία, γονιμότητα: Ευφορία της γης. 2. αίσθημα ευεξίας του άρρωστου: Σήμερα έχει κάποια ευφορία ο ασθενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”